σκακιστής

σκακιστής
ο, θηλ. σκακίστρια, Ν
ο παίκτης τού σκακιού και, ιδίως, ο ικανός παίκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάκι + κατάλ. -ιστής (πρβλ. βιολ-ιστής). Το αρσ. σκακιστής μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου, ενώ το θηλ. σκακίστρια από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκακιστής — ο θηλ. σκακίστρια αυτός που παίζει σκάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζατρικιστής — ο [ζατρικίζω] αυτός που παίζει ζατρίκιον, ο σκακιστής …   Dictionary of Greek

  • σκάκι — Το παιχνίδι για δύο άτομα, με πεσσούς, (πιόνια), οι οποίοι καθώς μετακινούνται από τους παίχτες, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, δίνουν τη σχηματική διεξαγωγή μιας μάχης. Κατάγεται πιθανότατα από την Ινδία (η λέξη προέρχεται από το περσικό σαχ,… …   Dictionary of Greek

  • σκακιστικός — ή, ό, Ν [σκακιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκάκι ή στον σκακιστή («σκακιστικοί αγώνες») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”